Της Anjana Ahuja (https://twitter.com/anjahuja)
Πηγή/Πρωτότυπο από https://www.newstatesman.com/culture/books/2020/02/how-to-argue-with-a-racist-adam-rutherford-review
Μετάφραση: Ζήνα Κάνθερ
Η γενετική δεν αναγνωρίζει τη φυλή ως μία σημαντική, από βιολογικής άποψης, έννοια, αυτό όμως δεν εμποδίζει τους ρατσιστές να επικαλούνται τα ευρήματά της.
Όλα τα τυχαία συναπαντήματα που είχα με ρατσιστές με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι δεν είναι ανοιχτοί ούτε στην κριτική αλλά ούτε και στην αυτοβελτίωση. Συμπεραίνω λοιπόν πως ένα βιβλίο με τίτλο «Πώς να τα βγάλεις πέρα με έναν ρατσιστή;» (How to Argue With a Racist) δεν θα ανοιχθεί από όσους θα αποκόμιζαν το μεγαλύτερο όφελος διαβάζοντάς το. Αυτό είναι κρίμα, καθώς υπάρχει μία ολόκληρη στρατιά ανθρώπων που έχουν ενδώσει σε ένα φαινόμενο γνωστό ως «φυλετικός ρεαλισμός». Πρόκειται για ρατσισμό στον οποίο έχει δοθεί νέα ερμηνεία που να συμβαδίζει με τη διαδικτυακή εποχή που διανύουμε: ένα μεθυστικό χαρμάνι παρερμηνευμένης επιστήμης, κακής συνωμοσίας και απλής παραδοσιακής προκατάληψης που αποτελούν τη συνήθη βάση σκέψης των ακροδεξιών και των ζηλωτών της υπεροχής της λευκής φυλής.
Ο φυλετικός ρεαλισμός προάγει την εσφαλμένη αντίληψη ότι η επιστήμη έχει αποκαλύψει διακριτές και σημαντικές διαφορές μεταξύ των φυλών αλλά ότι αυτή την «αλήθεια» την έχουν με κάποιον τρόπο αποσιωπήσει οι εύθικτοι επιστήμονες, ως δέσμιοι της πολιτικής ορθότητας. Αυτές οι υποτιθέμενες αλήθειες στη συνέχεια διαστρεβλώνονται από τους καταχραστές τους σε παρωδίες ενός φυλετικού πεπρωμένου: οι μαύροι γεννήθηκαν για να σπριντάρουν και όχι για να κολυμπάνε, οι εβραίοι είναι γεννημένοι τοκογλύφοι και φυσικά οι λευκοί είναι υπεράνω όλων. Οι μαύροι είναι αρκετές βαθμίδες κάτω από τους λευκούς ομότιμούς τους στην κοινωνική σκάλα όχι λόγω της συστηματικής τυραννίας και της φυλετικής διάκρισης αλλά επειδή είναι εκ φύσεως πιο χαζοί.
Πρόκειται περί ενός διεστραμμένου τρόπου σκέψης που επιδιώκει να δικαιολογήσει τον φυλετικό διαχωρισμό και, κατά τρόπο βολικό, να ενισχύσει τις αξιώσεις για την ανωτερότητα της λευκής φυλής. Αυτή είναι μια ιδεολογία που πασχίζει να επικρατήσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα, μεσούντος του κατακλυσμού πληροφοριών από μελέτες γενετικής και μία εσφαλμένη θεωρία καταγωγής που εξαπλώνεται από τις εταιρείες ελέγχου γονιδιακής ταυτοποίησης καταναλωτών – οι οποίες με ευχαρίστηση θρέφουν φαντασιώσεις καταγωγής από τους Βίκινγκς.
Ο ισχυρισμός ότι η γενετική υποστηρίζει την όποια μορφή ρατσισμού – ή ότι υποστηρίζει τη θεωρία της φυλής ως μία σημαντική, από βιολογικής άποψης, έννοια – είναι πλάνη, υποστηρίζει ο γενετιστής, συγγραφέας και μαχητής του Twitter, Άνταμ Ράδερφορντ, με αυτόν τον ανεπαίσθητο, χαιρετισμό με τα δύο δάχτυλα προς αυτούς που μισεί: «η διαρκής αποτυχία στην κατάληξη σε έναν συγκεκριμένο αριθμό φυλών καταδεικνύει την παράνοια της κατάστασης. Κανείς δεν κατέληξε ποτέ στον αριθμό των φυλών που υπάρχουν, ούτε και ποια είναι τα βασικά γνωρίσματά τους, με εξαίρεση υπεραπλουστευμένες γενικεύσεις σε σχέση με το χρώμα του δέρματος, το είδος των μαλλιών και ορισμένα χαρακτηριστικά του προσώπου». Οι σαφείς γενετικοί περιορισμοί στους οποίους βασίζονται οι ρατσιστές για να υποστηρίξουν το παραμύθι τους, απλά είναι απόντες από τις αναλύσεις των 20.000 και άνω γονιδίων μας και των παραλλαγών τους.
Ο Ράδερφορντ, ένας Βρετανός συγγραφέας επιστημονικής θεματολογίας, τα προηγούμενα βιβλία του οποίου περιλαμβάνουν τη «Δημιουργία» (Creation) και «Το Βιβλίο του Ανθρώπινου Είδους» (The Book of Humans), χωρίζει την ανάλυσή του σε κεφάλαια που καλύπτουν το χρώμα του δέρματος, την κληρονομική καθαρότητα, την αθλητική υπεροχή και την ευφυΐα. Όπως δε μπορεί κάποιος να αντιληφθεί τη χρησιμότητα ενός δωματίου από το χρώμα των τοίχων του, το ίδιο ισχύει και με το χρώμα του δέρματος, το οποίο αποτελεί μία κακή ένδειξη για τις βιολογικές πραγματικότητες που κρύβονται στο βάθος. «Η επικράτηση του χρώματος του δέρματος ως γνώρισμα κατάταξης σε συγκεκριμένη φυλή βασίζεται σε ιστορική ψευδοεπιστήμη η οποία κυρίως επινοήθηκε κατά τη διάρκεια των ετών οικοδόμησης της ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας και της αποικιοκρατικής επέκτασης», συνοψίζει, επισημαίνοντας πως το «απέραντο μωσαϊκό» χρώσης του δέρματος που συναντάται στις 54 χώρες της Αφρικής συμπίπτει με αυτό των Ινδών, των αυτόχθονων Αυστραλών, των Νοτιοαμερικανών και μερικών Ευρωπαίων.
Αναφορικά με την καταγωγή, καθαρότητα δεν υπάρχει. Οι αριθμοί στα γενεαλογικά δέντρα, όταν ανατρέξουμε αρκετά πίσω, μαρτυρούν σύγκλιση. Υπάρχουν «πανομοιότυπα προγονικά σημεία», ή κεντρικά σημεία καταγωγής, τα οποία πολλαπλασιάστηκαν σε όλες τις διακλαδώσεις που έχουμε σήμερα. Για παράδειγμα, όλοι όσοι ζούνε σήμερα είναι πρόγονοι του παγκόσμιου πληθυσμού 3.400 χρόνια πριν, στον οποίο είχε ήδη γίνει ανάμιξη του αίματος πολλών διαφορετικών ανθρώπων.
Παρόλο που κάποιοι πληθυσμοί είχαν τις ρίζες τους σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή για αρκετές γενιές, η απόλαυση από το σεξ σήμαινε πως οι ζωηροί μας πρόγονοι επιδιδόντουσαν σε αυτό οπουδήποτε! Και έτσι, εξηγεί ο Ράδερφορντ, κάθε ναζιστής έχει εβραίους προγόνους και «κάθε ρατσιστής έχει Αφρικανούς, Ινδούς, Κινέζους, Ινδιάνους, αυτόχθονες Αυστραλούς προγόνους…δεν υπάρχουν καθαρόαιμοι, μόνο μιγάδες εμπλουτισμένοι με το αίμα των πολλών».
Η θεωρία της έμφυτης έφεσης στον αθλητισμό είναι περίπλοκη: είναι γεγονός πως οι δρομείς ταχύτητας στους Ολυμπιακούς αγώνες έχουν, κατά κανόνα, καταγωγή από τη δυτική Αφρική, ακόμα και αν προέρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά ή την Καραϊβική. Όμως, βγάζουμε πολλά συμπεράσματα από λίγες ενδείξεις, υποστηρίζει ο Ράδερφορντ: όλοι οι συμμετέχοντες στους Ολυμπιακούς Αγώνες διαφέρουν από τον μέσο άνθρωπο, και αποτελούν ένα μικρό, στατιστικά, δείγμα για να εξαχθούν σημαντικά συμπεράσματα. Εάν τα δυτικοαφρικανικά γονίδια είναι το κλειδί για την κατάκτηση ενός μεταλλίου, τότε γιατί οι δρομείς ταχύτητας που εκπροσωπούν την περιοχή αυτή δε διαπρέπουν κατά παρόμοιο τρόπο; Ενώ μία μορφή του γονιδίου με την ονομασία ACTN3 (μερικές φορές λέγεται και «γονίδιο της ταχύτητας») συναντάται συχνά στους δρομείς ταχύτητας και σε άτομα δυτικοαφρικανικής καταγωγής, έχει επίσης ανιχνευθεί και σε άλλες ομάδες, και έτσι από μόνο του δεν παρέχει εξήγηση για τις εξαιρετικές αθλητικές επιδόσεις. Για ποιον λόγο, διερωτάται, δε συναντάμε πολλούς μαύρους κολυμβητές, όπου τα «αθλητικά» γονίδια μπορεί επίσης να παρέχουν πλεονέκτημα;
Ο Ράδερφορντ συμπεραίνει, πολύ λογικά, ότι στον αθλητισμό παίζει ρόλο το περιβάλλον, η παράδοση και τα πρότυπα. Η επικράτηση των ανατολικοαφρικανών στους αγώνες δρόμου μεγάλων αποστάσεων μπορεί να αποδοθεί σε μία παράδοση τρεξίματος που έχει γεννηθεί στην Αιθιοπία και στην Κένυα, αμφότερες πατρίδες δρομέων διάσημων αγώνων μεγάλων αποστάσεων και εντατικών προπονητικών κέντρων για πολλά υποσχόμενους νέους.
Το πιο επίμαχο ζήτημα σε σχέση με τη γενετική και τη φυλή είναι, φυσικά, η ευφυΐα. Είναι πρακτικά αδύνατο να περιγραφούν με ακρίβεια όλα όσα υπονοούνται από τους ισχυρισμούς του, αλλά ιδού ένα δείγμα: ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο ο μέσος όρος του Δείκτη Νοημοσύνης είναι 100, οι μετα-αναλύσεις υποδεικνύουν ότι για τις χώρες στην Αφρική ο αριθμός αυτός κυμαίνεται γύρω στο 80. Οι γενετικοί παράγοντες δε μπορούν να αποκλειστούν εντελώς, λέει ο Ράδερφορντ, αλλά η τεράστια γενετική ποικιλότητα σε αυτή την αχανή περιοχή υποδεικνύει ότι η απόκλιση αποδίδεται στο απαιτητικό τοπικό περιβάλλον με τα ανεπαρκή σχολεία και την επισφαλή ιατρική περίθαλψη, παρά στα γονίδια.
Στην πραγματικότητα, οι υποσαχάριες χώρες του σήμερα είναι συγκρίσιμες, με κοινωνικοοικονομικούς όρους, με τις ευρωπαϊκές χώρες στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Οι εθνικοί Δείκτες Νοημοσύνης τείνουν να αυξάνονται σταδιακά και βάσει του επονομαζόμενου φαινομένου Flynn είναι αποδεκτή η αύξηση του Δείκτη Νοημοσύνης σε αυτές τις χώρες με την πάροδο του χρόνου. Ακόμα και σε εθνικό επίπεδο, θα μπορούσε ορθά να προσθέσει, η φτώχεια και η μειονεκτική θέση επηρεάζουν το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα.
Ο Ράδερφορντ θέτει υπό αμφισβήτηση τον ισχυρισμό ότι οι εβραίοι είναι διανοητικά προικισμένοι λόγω των γονιδίων τους, επικαλούμενος και πάλι τη φιλοσοφία της αρχής του «Ξυραφιού του Όκαμ» για να εξηγήσει γιατί οι εβραίοι εξακολουθούν να κερδίζουν βραβεία Νόμπελ: «οι αποδείξεις για την επιλογή γονιδίων σε σχέση με τη νοημοσύνη για τους εβραίους είναι ανεπαρκείς. Δεν είναι απλά πιο επιστημονικά φειδωλό να υποδεικνύεται ότι ένας λαός που εκτιμάει την αξία της ευρυμάθειας, είναι πιθανότερο να δημιουργεί περισσότερους υπότροφους;». Ζήλεψα, ωστόσο, τις συνεχείς του υπεκφυγές σχετικά με το εάν αξίζει να αμφισβητηθεί η δουλειά των επιστημόνων που έχουν ρατσιστικές απόψεις – όπως του Τζέιμς Γουάτσον, ενός εκ των δύο εφευρετών της δομής του DNA. Είναι απόλυτα θεμιτό να εξετάσεις τα κίνητρα ενός επιστήμονα σε σχέση με την επιλογή από μέρους του μίας συγκεκριμένης μεθόδου κατάληξης σε συμπεράσματα.
Είναι δύσκολο να μη συγκρίνει κάποιος τη συγγραφική απόπειρα του Ράδερφορντ με το εξαιρετικό βιβλίο Ανώτερος «Superior» της Άντζελα Σαΐνι σχετικά με τη φυλετική επιστήμη που εκδόθηκε πέρυσι. Ο Ράδερφορντ δεν κάνει καμία αναφορά στο βιβλίο αυτό, αν και, αναγκαστικά, χρησιμοποιεί κάποιες αναφορές από την ίδια έρευνα. Είναι, αδιαμφισβήτητα, ένας ταλαντούχος ομιλητής με επικοινωνιακό χάρισμα, και το βιβλίο του έχει γρήγορη και πιο αυταρχική ροή, αλλά η Σαΐνι έθεσε τον πήχη πολύ ψηλά σε σχέση με την παράθεση της κατάχρησης της επιστήμης με σκοπό την υποστήριξη του ρατσισμού. Όχι μόνο η Σαΐνι αμφισβήτησε θαρραλέα κάποιους από τους υπαίτιους αλλά άσκησε επίσης κριτική βασισμένη σε ένα λεπτομερές ιστορικό πλαίσιο, εξηγώντας με ποιον τρόπο η φυλή ενσωματώθηκε στην επιστημονική νοοτροπία της ταξινόμησης κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα. Αυτή ήταν η απαρχή της ευγονικής: η θεωρία ότι η γενετική του ανθρώπινου είδους μπορεί να βελτιωθεί μέσω της επιλεκτικής αναπαραγωγής. Η σκιά της ακόμα επικρέμεται πάνω μας και σήμερα, χάρη σε μία μικρή παρέα περιθωριακών ερευνητών οι οποίοι συνεχίζουν να εμποτίζουν τα εθνικιστικά φόρουμ με μία επιλεκτική ροή παρερμηνευμένων δεδομένων από πληθυσμιακές μελέτες (λάβετε υπόψη σας πως οι βιολόγοι δε μελετάνε πλέον τη φυλή, αλλά τους «πληθυσμούς», λόγω της απουσίας σαφών γενετικών περιορισμών μεταξύ των ανθρώπων).
Τούτου λεχθέντος, συγγραφείς όπως η Σαΐνι και ο Ράδερφορντ είναι απαραίτητοι όσο ποτέ άλλοτε σε αυτή την περίπλοκη και πολωμένη εποχή που ζούμε. Ο, δεξιών φρονημάτων, Τσαρλς Μάρεϊ, ένας εκ των δύο συγγραφέων του βιβλίου Η Κωδωνοειδής Καμπύλη («The Bell Curve»), – το οποίο, μεταξύ άλλων, κάνει αναφορά στις διαφορές του Δείκτη Νοημοσύνης μεταξύ λευκών και μαύρων και πραγματεύεται πώς αυτές θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κοινωνική πολιτική – έχει εκδώσει καινούριο βιβλίο το οποίο επικαλείται τη γενετική για να αμφισβητήσει την «αφύπνιση της συνείδησης» σε σχέση με το φύλο, τη φυλή και την κοινωνική τάξη. Τέτοιοι προφήτες ακμάζουν στη δημοφιλή κουλτούρα, εκμεταλλευόμενοι τα αναπόφευκτα κενά και αβεβαιότητες στα επιστημονικά δεδομένα για να υποδαυλίσουν τις φλόγες του διχασμού και χρησιμοποιώντας την ασπίδα της ελευθερίας του λόγου για να αψηφήσουν τις κατηγορίες για ελλιπή ή επιλεκτική επιστημονική σκέψη.
Η δική μου ερμηνεία είναι πως όσοι, κρυφά ή φανερά, προσπαθούν να εμποδίσουν την αφύπνιση της συνείδησης, φοβούνται πως η δική τους κοινωνική θέση απειλείται από την όποια θετική κοινωνική αλλαγή. Η κοινωνία μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος στο οποίο η αύξηση των μειονοτήτων πρέπει να σημαίνει τη μείωση της πλειονότητας. Ο φόβος αυτός περικλείεται στην εμμονή της κατάρρευσης του δυτικού πολιτισμού, η οποία δημιουργεί αναζωπύρωση της εχθρότητας προς τις μειονότητες.
«Οι ακραίοι ρατσιστές, υπέρμαχοι της λευκής φυλής, φαντάζονται τον κατατρεγμό των δικών τους ανθρώπων ο οποίος θα καταλήξει στον αφανισμό τους ή στην εξαφάνιση των δικαιωμάτων τους ως αντάλλαγμα για την παροχή των ίδιων δικαιωμάτων σε ανθρώπους διαφορετικής πολιτιστικής κληρονομιάς», παρατηρεί ο Ράδερφορντ. «Όταν για όλη σου τη ζωή είσαι ευνοούμενος, η ισότητα μοιάζει με τυραννία».
Αυτό το επιχείρημα θα χρησιμοποιούσα με έναν ρατσιστή που θεωρεί προσβολή τον νεωτερισμό και την κοινωνική πρόοδο: το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι ότι το δέρμα μου είναι πολύ σκούρο, αλλά ότι εσύ είσαι πολύ εύθικτος.
Η Anjana Ahuja είναι συνεργάτης-συντάκτρια για επιστημονικά θέματα στο Financial Times