Του Λούκα Περικλέους
«…Θεωρίες συνομωσίας, hoaxes, ψευδείς ειδήσεις και μύθοι παντός είδους ανθούν σήμερα στον Παγκόσμιο Ιστό και ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων δεν μπορεί να διακρίνει ανάμεσα σε αυτού του είδους την προβληματική γνώση και τη γνώση που προκύπτει μέσα από επιστημονικές διαδικασίες και επιστημονική συναίνεση…»
Ένα βασικό χαρακτηριστικό τον τεχνολογικών εξελίξεων είναι το ότι αυτές επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τον χώρο και τον χρόνο. Η εποχή της πληροφορίας στην οποία ζούμε είναι αυτή που έφερε ίσως τις πιο δραματικές και πιο καθολικές αλλαγές στον τομέα αυτό. Σε αντίθεση με τους ιστορικούς του 19ου αιώνα που θα έπρεπε «να διασχίσουν ένα ωκεανό για να επιβεβαιώσουν ένα κόμμα [σε μια πηγή]» (Novick, 1988, p. 23), οι περισσότεροι άνθρωποι του 21ου αιώνα έχουν πρόσβαση σε ένα τεράστιο όγκο πληροφοριών με μερικές απλές κινήσεις των δακτύλων τους. Αυτό το φαινόμενο όμως δεν οδηγεί απαραίτητα σε ένα πιο μορφωμένο ή ενημερωμένο πληθυσμό. Για παράδειγμα διάφορες αντιεπιστημονικές απόψεις για την πανδημία του COVID 19, που κυκλοφορούν σήμερα, οφείλουν τη δημοτικότητα τους σε μεγάλο βαθμό στο ότι οι άνθρωποι λαμβάνουν πληροφόρηση από αναξιόπιστες πηγές που είναι αναρτημένες σε διάφορες ιστοσελίδες και κοινοποιούνται με γρήγορους ρυθμούς στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Θεωρίες συνομωσίας, hoaxes, ψευδείς ειδήσεις και μύθοι παντός είδους ανθούν σήμερα στον Παγκόσμιο Ιστό και ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων δεν μπορεί να διακρίνει ανάμεσα σε αυτού του είδους την προβληματική γνώση και τη γνώση που προκύπτει μέσα από επιστημονικές διαδικασίες και επιστημονική συναίνεση. Στην Κύπρο είναι σχετικά πρόσφατο το γεγονός του αιτήματος βουλευτών για διερεύνηση των ισχυρισμών περί διεξαγωγής αεροψεκασμών από τις Βρετανικές Βάσεις με στόχο τον έλεγχο του κλίματος (μια από τις πιο γνωστές θεωρίες συνωμοσίας των τελευταίων δεκαετιών). Μάλιστα μέλος του κοινοβουλίου ισχυρίστηκε δημόσια ότι η θεωρία αυτή υποστηρίζεται από τη διεθνή βιβλιογραφία. Ισχυρισμός που φυσικά δεν ισχύει και φανερώνει αδυναμία διάκρισης ανάμεσα στην επιστημονική γνώση και τις θεωρίες συνομωσίας.
Από την έρευνα προκύπτει ότι oι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να πιστέψουν μια πληροφορία που προέρχεται από μια πηγή που εμπιστεύονται, σχετίζεται με θέματα που τους επηρεάζουν άμεσα, προκαλεί συναισθηματική αντίδραση, επιβεβαιώνει τις ήδη υπάρχουσες πεποιθήσεις τους και τυγχάνει αποδοχής στις κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκουν. Αυτά είναι τα βασικά κριτήρια αποδοχής μιας πληροφορίας στις περιπτώσεις που οι αναγνώστες διαθέτουν μια «ελλειμματική επιστημολογία» (Sunstein and Vermeule, 2009). Διαθέτουν δηλαδή μια επιφανειακή και απλοϊκή κατανόηση της λογικής και των μεθόδων μέσα από τις οποίες οικοδομείται και τεκμηριώνεται η γνώση αλλά και των ορίων της.
Φυσικά η γνώση συχνά δεν είναι συμφωνημένη. Διαφορετικές ερμηνείες και διαφωνίες υπάρχουν ακόμα και εντός των επιστημονικών κύκλων σε διάφορους τομείς και οι ερευνητές δεν είναι απόλυτα ανεξάρτητοι/ες από τη δική τους συγκειμενικότητα και υποκειμενικότητα. Από μια οικοδομιστική σκοπιά δεχόμαστε ότι η γνώση αποτελεί μια αναπαράσταση του κόσμου και όχι ακριβές αντίγραφο. Αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι όλες οι ερμηνείες είναι ότι ίδιο έγκυρες και αξιόπιστες. Μια βασική διαφορά της επιστημονικά τεκμηριωμένης γνώσης και των θεωριών συνωμοσίας είναι ότι η πρώτη δημοσιοποιείται αφού περάσει μέσα από διαδικασίες οι οποίες επιδιώκουν την μεγιστοποίηση της αξιοπιστίας και εγκυρότητας (εκ μέρους των ερευνητών που παράγουν τη συγκεκριμένη γνώση) αλλά και την πιστοποίηση αυτών των χαρακτηριστικών (εκ μέρους της επιστημονικής κοινότητας). Αντίθετα οι θεωρίες συνωμοσίας, οι ψευδείς ειδήσεις και τα hoaxes δεν υπόκεινται σε αυτούς τους κανόνες και περιορισμούς και έτσι εμφανίζονται, δημοσιοποιούνται και διακινούνται πολύ πιο εύκολα στο σημερινό κόσμο του διαδικτύου. Επιπλέον πολλές φορές αυτές οι μορφές προβληματικής γνώσης είναι πιο προσιτές αφού στηρίζονται σε απλές αληθοφανείς αφηγήσεις. Από την άλλη η επιστημονική γνώσης ερμηνεύει πτυχές τους κόσμου που δεν είναι προφανείς και δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε μόνο με την διαίσθησή μας. Ένα κλασσικό παράδειγμα είναι η θεωρία της επίπεδης Γη της οποίας οι οπαδοί βασίζονται κυρίως στη διαισθητική αντίληψη τους για τον φυσικό κόσμο, η οποία μέσω των αισθήσεών τους πληροφορεί ότι ο πλανήτης είναι επίπεδος. Η θεωρία σταματά να είναι πειστική μόνο όταν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πέρα από τις πληροφορίες που προκύπτουν από την άμεση παρατήρηση του περιβάλλοντός μας.
Για τους/τις παιδαγωγούς της Ιστορίας η πιο πάνω κατάσταση δεν αποτελεί αχαρτογράφητα νερά. Η Ιστορία ήταν ανέκαθεν ένας χώρος γεμάτος από μύθους, διαστρεβλώσεις και ψεύτικες ιστορίες που διαμορφώνουν την αντίληψη των ανθρώπων για το παρελθόν αλλά και για το παρόν και το μέλλον. Οι προσεγγίσεις διερώτησης που στοχεύουν στη ανάπτυξη επιστημολογικής κατανόησης της Ιστορίας υπάρχουν στο χώρο της εκπαίδευσης εδώ και μερικές δεκαετίες και στόχο έχουν ακριβώς να βοηθήσουν τα παιδιά να αναπτύξουν τα νοητικά εργαλεία με τα οποία θα μπορούν να πλοηγήσουν μέσα από το πλήθος διαφορετικών, και πολλές φορές αντικρουόμενων, πηγών για το παρελθόν. Η εκπαιδευτική έρευνα μας πληροφορεί ότι τέτοιες προσεγγίσεις, οι οποίες κινούνται πέρα από την απόκτηση γεγονοτικής γνώσης, μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη ισχυρής κατανόηση των κανόνων και των εργαλείων που χρησιμοποιούνται για να αποφασίσουμε τι είναι έγκυρη ιστορική γνώση και πώς οι ιστορικές αφηγήσεις οικοδομούνται. Επιπλέον μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά να σκεφτούν για τη σχέση ανάμεσα στο παρελθόν και τις διαφορετικές αφηγήσεις που το αναπαριστούν, δίνοντας προτεραιότητα σε αυτές που είναι αποτέλεσμα ιστορικής έρευνας σε αντίθεση με τους μύθους, τη συλλογική μνήμη και τις επίσημες και ανεπίσημες αφηγήσεις, που στοχεύουν στην επίτευξη κοινωνικών στόχων και όχι στην ιστορική ακρίβεια ή την αλήθεια.
Όπως και στην περίπτωση της μελέτης του παρελθόντος που είναι απρόσιτο, οι περισσότεροι/ες από μας δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε εμπειρικά τα διάφορα φαινόμενα για τα οποία καλούμαστε πολλές φορές να πάρουμε σημαντικές αποφάσεις. Δεν μπορούμε για παράδειγμα να κάνουμε τα δικά μας πειράματα ή επιδημιολογικές μελέτες για να αποφασίσουμε πόσο επικίνδυνος είναι ο COVID19 ή για το πόσο ωφέλιμα ή επικίνδυνα είναι τα εμβόλια. Ο μόνος τρόπος που έχουμε για να αποφασίσουμε είναι οι μελέτη των διάφορων πηγών πληροφόρησης που έχουμε στη διάθεσή μας. Σε αυτή τη διαδικασία είναι σημαντικό να διακρίνουμε ανάμεσα στις πηγές που τεκμηριώνουν σωστά τα συμπεράσματά τους και σε εκείνες που διαδίδουν ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς.
Με βάση τα πιο πάνω είναι προφανές ότι η Ιστορική Παιδεία μπορεί να παίξει ουσιαστικό ρόλο στην εκπαίδευση πολιτών που θα μπορούν να αποφασίζουν πληροφορημένα για την ποιότητα της γνώσης με την οποία έρχονται καθημερινά σε επαφή. Η επιστημολογική προσέγγιση που περιγράφεται πιο πάνω είναι μέρος των Αναλυτικών Προγραμμάτων Ιστορίας εδώ και μερικά χρόνια. Δυστυχώς μέχρι σήμερα η παρουσία της περιορίζεται σε αυτά τα επίσημα κείμενα, και στις μεμονωμένες προσπάθειες εκπαιδευτικών, χωρίς οποιαδήποτε ουσιαστική προσπάθεια εκ μέρους της πολιτείας για συνολική πρακτική εφαρμογή της στην ελληνοκυπριακή εκπαίδευση. Η ανάγκη για ουσιαστική αλλαγή στην διδασκαλία της Ιστορίας δεν έχει να κάνει πλέον μόνο με καλλιέργεια της κατανόησης του παρελθόντος και της επιστήμης της Ιστορίας. Το φαινόμενο των διαφόρων μορφών προβληματικής γνώσης, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου γίνονται πιο επικίνδυνες και έχουν πραγματικό αντίκτυπο τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο, είναι ένας ακόμα σοβαρός λόγος για να κάνουμε αποφασιστικά βήματα προς μια τέτοια κατεύθυνση στη διδασκαλία του μαθήματος.
Αναφορές:
1) Novick, P. (1988). That Noble Dream: The ‘Objectivity Question’ and the American Historical Profession. Cambridge Cambridge University Press.
2) Sunstein, C. R. and Vermeule, A. (2009). ‘Conspiracy Theories: Causes and Cures’. Journal of Political Philosophy, 17 (2), 202-227.